- ρόθος
- ὁ, Α1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.)2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθοντὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.)3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος», Αισχύλ.)4. γρήγορη, ορμητική κίνηση (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», Ησύχ.β. «πτερύγων ῥόθος», Οππ.)5. θόρυβος, φασαρία («τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», Ησίοδ.)6. μονοπάτι σε ορεινή περιοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή είναι η σύνδεση τής λ. με την οικογένεια τού ῥέω* και η αναγωγή της σε ρίζα *sr-edh- «βομβώ» (πρβλ. ῥώθων). Καμιά, εξάλλου, σύνδεση τής λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Αρχική σημ. τού τ. πρέπει να θεωρηθεί η σχετική με τη θάλασσα, δηλ. ο θόρυβος τών κουπιών και ο θόρυβος τών κυμάτων, από όπου, κατ' επέκταση, ο συγκεχυμένος άναρθρος ήχος, θόρυβος, φασαρία].
Dictionary of Greek. 2013.